- θεόφρουρος
- θεό-φρουρος, ον,A guarded by (or perh. guarding) the gods, IG12(5).241 (Paros, i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεόφρουρος — θεόφρουρος, ον (Α) αυτός που φρουρείται από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φρουρος (< φρουρός), πρβλ. δρακοντό φρουρος, έμ φρουρος] … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek